- λάτριν
- λάτριςhired servantfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λάτρις — (I) η βλ. λάτρης. (II) λάτρις, ιος και ιδος, ό, ἡ (AM) 1. μισθωτός εργάτης, υπηρέτης, θεράπων, δούλος («κακὸν λάτριν ἐφημέριον», Θέογν.) 2. φρ. «Φοίβου λάτρις» ο κόρακας (Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λάτρον και πρόκειται πιθ. για… … Dictionary of Greek
πυρήφατος — ον, Α (ποιητ. τ.) (για μυλόπετρα) αυτός που συντρίβει το σιτάρι («πέτραν... πυρήφατον Δάματρος λάτριν», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + φατος (< θείνω «φονεύω» για την εναλλαγή θ / φ βλ. λ. θείνω), κατά το μυλή φατος] … Dictionary of Greek